-
1 ὠμο-τριβής
ὠμο-τριβής, ές, roh zerrieben, zermahlen, zermalmt, gepreßt, ὠμοτριβὲς ἔλαιον, Oel aus unreifen Oliven, Theophr. bei Ath. II, 67 b.
-
2 ὠμοτριβής
ὠμο-τριβής, ές, roh zerrieben, zermahlen, zermalmt, gepreßt; ὠμοτριβὲς ἔλαιον, Öl aus unreifen Oliven
См. также в других словарях:
ωμοτριβής — ές, ΜΑ (ιδίως για λάδι) αυτός που προέρχεται από την έκθλιψη άγουρων ελιών («ἀλείφειν τὴν κεφαλὴν ὠμοτριβὲς ἔλαιον», Θεοφάν. Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + τριβής (< τριβή), πρβλ. νεο τριβής] … Dictionary of Greek